Οι επενδύσεις στην αγορά του forex αποτελούνται από μεμονωμένες συναλλαγές, κατά τη διάρκεια των οποίων οι επενδυτές επωφελούνται των διακυμάνσεων των ισοτιμιών των νομισμάτων και διεκδικούν μικρότερα ή μεγαλύτερα κέρδη. Με απλά λόγια, αυτό που κάνει ουσιαστικά ένας επενδυτής στην αγορά του forex είναι να αγοράζει ένα νόμισμα, όταν η αξία του σε σχέση με την αντίστοιχη κάποιου άλλου είναι χαμηλή, και να το πουλάει, όταν αυτή ανεβαίνει.
Για να πετύχει, όμως, κάτι τέτοιο, θα πρέπει όχι μόνο να εντοπίζει τις ευκαιρίες αυτές (ένα νόμισμα, δηλαδή, που αναμένεται να ενισχυθεί σε αξία), αλλά και να τις εκμεταλλεύεται την καταλληλότερη στιγμή. Η εκμετάλλευση αυτή είναι δυνατή με το έγκαιρο άνοιγμα και κλείσιμο μιας συναλλαγής.
Με λίγα λόγια, κάθε επενδυτής οφείλει να πραγματοποιήσει την είσοδό του σε μια αγορά στο σημείο εκείνο που ξεκινά μια ανοδική τάση και να εξέλθει τη στιγμή εκείνη που η τάση ετοιμάζεται να αντιστραφεί. Οι έγκαιρες προβλέψεις του και αντιδράσεις του στα δύο αυτά σενάρια είναι και εκείνες που θα κρίνουν την επιτυχία του.
Τα σημεία αυτά, βέβαια, δε μπορούν παρά να προβλεφθούν με τη βοήθεια της τεχνικής ανάλυσης. Χάρη σε αυτή, οι επενδυτές θα εντοπίσουν τις τάσεις, αλλά και τα σημεία που αποτελούν την έναρξη και την ολοκλήρωσή της. Χρησιμοποιώντας τα απαραίτητα διαγράμματα και τους τεχνικούς δείκτες και μελετώντας τα σημεία υποστήριξης και αντίστασης μιας τάσης, θα καταλήξουν σε εμπεριστατωμένα συμπεράσματα, τα οποία θα εκμεταλλευτούν κατά τη συναλλαγή τους.
Για τον ίδιο ακριβώς σκοπό μπορούν να εκμεταλλευτούν και δύο εξαιρετικά χρήσιμα εργαλεία: οι εντολές ορίου και ελαχιστοποίησης ζημίας. Τα δύο αυτά εργαλεία τους επιτρέπουν να θέσουν τα σημεία εισόδου και εξόδου από μία αγορά πριν ανοίξουν τη συναλλαγή. Και το πλεονέκτημα που προσφέρουν δεν εντοπίζεται μόνο στην αυτοματοποίηση της διαδικασίας, αλλά και στην αποφυγή επηρεασμού από τα συναισθήματά τους. Τα σημεία εισόδου και εξόδου, άλλωστε, θα πρέπει να είναι υπολογισμένα έως και την τελευταία λεπτομέρεια σε κάθε συναλλαγή.