Οι τιμές που ενδιαφέρουν περισσότερο έναν επενδυτή στην αγορά του Forex, δηλαδή, οι ισοτιμίες των νομισμάτων, υπολογίζονται σε pips (Percentage In Point). Αυτές παρουσιάζονται με πενταψήφιους αριθμούς (για παράδειγμα 1.3281), στους οποίους ένα pip ισούται με τη μικρότερη δυνατή μεταβολή του τελευταίου ψηφίου.
Οι πενταψήφιοι αυτοί αριθμοί αποτελούν τον κανόνα. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι oline πάροχοι που υιοθετούν το σύστημα των κλασματικών pips. Αυτό σημαίνει πως οι ισοτιμίες που ανακοινώνουν αποτελούνται όχι από πέντε, αλλά από έξι ψηφία, με το τελευταίο να αποτελεί το κλασματικό. Με λίγα λόγια, κάποιος πάροχος μπορεί να ανακοινώσει την ισοτιμία 1.3281 στο ζεύγος EUR/USD και κάποιος άλλος, ο οποίος χρησιμοποιεί την κλασματική τιμολόγηση, να ανακοινώσει το πιο ακριβές 1.32808. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο τιμές είναι ελάχιστη, αλλά η δεύτερη είναι πιο ακριβής, καθώς το 1 pip αντικαθίσταται από τα 0,8 pips.
Αυτό είναι πιο εμφανές, αλλά και χρήσιμο, σε συναλλαγές μεγάλου όγκου. Αν, για παράδειγμα, ένας επενδυτής έχει ανοίξει μια θέση δέκα lots (δηλαδή 1.000.000.000 μονάδων) στο ζεύγος EUR/USD, η αξία του ενός pip ισούται με 100 δολάρια. Αντίθετα, η αξία του κλασματικού pip ισούται με 10 δολάρια. Έτσι, στη δεύτερη περίπτωση εξοικονομεί 20 δολάρια από τη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Η αξία των κλασματικών pips, λοιπόν, εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι προσφερόμενες τιμές είναι πιο ακριβείς. Σε μεγάλου όγκου συναλλαγές, το κέρδος που αποκομίζει ο επενδυτής είναι εμφανέστερο – το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των διακυμάνσεων στις ισοτιμίες. Για το λόγο αυτό, πολλοί επενδυτές που πραγματοποιούν πολύ συχνά μεγάλες συναλλαγές στην αγορά του Forex προτιμούν τη συγκεκριμένη μέθοδο τιμολόγησης, ώστε να κινούνται σε περισσότερο “σφιχτό” πλαίσιο, το οποίο τους επιτρέπει να κερδίζουν έστω κι από τη μικρή κλασματική αξία.