Οι συναλλαγές με ζεύγη νομισμάτων είναι το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς του forex και οι επενδυτές που δραστηριοποιούνται σε αυτή δεν έχουν παρά να εκμεταλλευτούν τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας, ανάμεσα στα δύο νομίσματα ενός ζεύγους. Προκειμένου να εκμεταλλευτούν αυτές τις διακυμάνσεις, οι επενδυτές αγοράζουν ένα ζεύγος και έπειτα το πωλούν ξανά, επωφελούμενοι των πιθανών κερδών.
Όταν ένας επενδυτής, λοιπόν, αγοράζει ένα ζεύγος, ανοίγει μια συναλλαγή (ή θέση). Για παράδειγμα, κάποιος που αποκτά το ζεύγος EUR/USD, ανοίγει τη θέση του και αποκτά ευρώ, πληρώνοντας σε δολάρια. Όσο περιμένει τις διακυμάνσεις στην ισοτιμία των δύο ζευγών που θα του αποφέρουν κέρδος, η θέση του (και η συναλλαγή) παραμένει ανοιχτή. Μόλις, όμως, η ισοτιμία φτάσει στο σημείο εκείνο που θα του αποφέρει το επιθυμητό κέρδος ή στο σημείο που δε μπορεί να αντέξει άλλες ζημίες, θα κλείσει τη συναλλαγή του. Κλείνοντάς τη, θα πουλήσει το ευρώ, για να αποκτήσει ξανά δολάρια.
Μια συναλλαγή, λοιπόν, κλείνει μόλις ολοκληρώνεται. Η διαδικασία ανοίγματος και κλεισίματος είναι εξαιρετικά απλή, χάρη στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες που προσφέρουν οι forex brokers, και οι επενδυτές την ολοκληρώνουν με το πάτημα ενός κουμπιού. Επιπλέον, έχουν στη διάθεσή τους διάφορα εργαλεία, τα οποία τους επιτρέπουν να πραγματοποιήσουν αυτόματα το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας συναλλαγής, στις τιμές της ισοτιμίας που επιθυμούν. Πρόκειται για εργαλεία, όπως οι εντολές ορίου και ελαχιστοποίησης ζημίας, οι οποίες αναλαμβάνουν το αυτόματο άνοιγμα και κλείσιμο.
Όπως είναι φυσικό, τέλος, βασικό ρόλο στην επιτυχία μιας συναλλαγής παίζει η χρονική στιγμή του ανοίγματος και του κλεισίματός της. Ακόμη και μερικά λεπτά μπορεί να κάνουν τη διαφορά και οι επενδυτές έχουν να αντιμετωπίσουν μία ακόμη πρόκληση: δεν πρέπει μόνο να επιλέξουν το κατάλληλο ζεύγος για να πραγματοποιήσουν τη συναλλαγή τους, αλλά και την κατάλληλη χρονική στιγμή για να ανοίξουν και να κλείσουν τη θέση τους.