Το να ανακαλύψει κάποιος επενδυτής μια διαφαινόμενη τάση στην κίνηση της ισοτιμίας ενός ζεύγους νομισμάτων δεν αρκεί από μόνο του για να προχωρήσει στην συναλλαγή του ζεύγους με σιγουριά. Η ύπαρξη της τάσης και η κατεύθυνσή της αποτελούν μεν σημαντικά, αλλά ελάχιστα από τα στοιχεία που μπορούν να προκύψουν από την τεχνική ανάλυση και να βοηθήσουν στην επιτυχία μιας συναλλαγής. Άλλωστε, κάθε τάση δεν έχει μόνο κατεύθυνση, αλλά και ορμή, στοιχεία εισόδου και εξόδου, καθώς και μεταβλητότητα.
Με λίγα λόγια, πριν προχωρήσει σε μια συναλλαγή, ένας επενδυτής καλό θα είναι να γνωρίζει προς τα πού κινείται η τάση (ανοδικά ή πτωτικά), πόσο ακόμη μπορεί να ανεβάσει την τιμή της ισοτιμίας, σε ποιο σημείο να αγοράσει και σε ποιο να πουλήσει ο επενδυτής, αλλά και τον βαθμό μεταβολής της τιμής – κοινώς ποιο είναι το πιθανό ανώτατο και κατώτατο σημείο που μπορεί να αγγίξει.
Το τελευταίο στοιχείο μπορεί να επαληθευθεί με ένα είδος τεχνικού δείκτη, με το όνομα ζώνες Bollinger. Οι ζώνες αυτές φανερώνουν το βαθμό μεταβλητότητας μιας τιμής, όσο βρίσκεται σε μια τάση. Ουσιαστικά είναι ένα είδος ζώνης, η οποία δεν αποτελείται από συγκεκριμένα σημεία, αλλά από δύο γραμμές (τα άκρα της ζώνης) που εκτείνονται από τις τιμές των κινητών μέσω όρων, προς τα πάνω και προς τα κάτω.
Προκειμένου, λοιπόν, κάποιος να αποκτήσει μια εικόνα για το εύρος μεταβολής μιας τιμής, δεν έχει παρά να εκτείνει μια κάθετη γραμμή που να τέμνει κάθε τιμή των κινητών μέσων όρων. Η συγκεκριμένη γραμμή θα πρέπει να εκτείνεται κατά 4%, προς τα πάνω και προς τα κάτω. Και μόλις οι τελείες ενωθούν, κατά μήκος των κινητών μέσων ορών, θα εμφανιστεί η ζώνη Bollinger – ή, αν προτιμάτε, το φάσμα στο οποίο αναμένεται να κινηθεί η τιμή.
Χάρη στις ζώνες Bollinger, λοιπόν, οι επενδυτές μπορούν να υπολογίσουν τις ανώτατες και κατώτατες τιμές, στις οποίες θα κινηθεί μια τιμή, κατά τη διάρκεια μιας τάσης, πτωτικής ή ανοδικής.